ποντοφάρυξ

ποντοφάρυξ
ποντόφαρυξ
com.Adesp.
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποντόφαρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α ποντοχάρυβδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + φάρυξ «φάρυγγας» (πρβλ. παντο φάρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”